- προσέτρεχον
- προστρέχωrun to: imperf ind act 3rd plπροστρέχωrun to: imperf ind act 1st sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
προσέτρεχον — προστρέχω run to imperf ind act 3rd pl προστρέχω run to imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] νεοελλ. 1. σπεύδω για να ζητήσω ή να προσφέρω βοήθεια («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί») 2. καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον ή σε κάτι («προστρέχω και πάλι στα ευγενικά σας αισθήματα με την ελπίδα ότι θα μέ συνδράμετε») 3. συρρέω… … Dictionary of Greek